- λεύκανση
- ητο άσπρισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λεύκανση — Επεξεργασία η οποία εκτελείται στην υφαντουργία, στη βιομηχανία χαρτιού και στα φινιριστήρια με σκοπό να εξαλειφθούν τα φυσικά χρώματα των ινών και οι ξένες ουσίες που περιέχουν, ώστε να βελτιωθεί ο βαθμός λευκότητας των προϊόντων. Η λ. είναι… … Dictionary of Greek
λευκαντικός — ή, ό (Α λευκαντικός, ή, όν) [λευκαντής] αυτός που επιφέρει λεύκανση, ο κατάλληλος για λεύκανση («λευκαντική δύναμη») νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεύκανση ή στον λευκαντή («λευκαντική τέχνη») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… … Dictionary of Greek
απολευκαίνω — (Α ἀπολευκαίνω) καθιστώ κάτι εντελώς λευκό νεοελλ. 1. πλένω καλά τα ρούχα 2. τελειώνω τη λεύκανση των ρούχων … Dictionary of Greek
απολεύκανση — η τέλεια λεύκανση, ξάσπρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απολευκαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
εκλεύκανση — η πλήρης λεύκανση, ξάσπρισμα … Dictionary of Greek
λευκαντής — ο, θηλ. λευκάντρια (AM λευκαντής) [λευκαίνω] αυτός που λευκαίνει κάτι νεοελλ. 1. ο ειδικός τεχνίτης που έχει ως έργο να λευκαίνει ή να αποχρωματίζει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα 2. (χημ. τεχνολ.) στερεά ή υγρή χημική ουσία που χρησιμοποιείται για τη … Dictionary of Greek
λευκασμός — ο (Α λευκασμός) [λευκαίνω] λεύκανση, λεύκασμα … Dictionary of Greek
λευκογραφίς — λευκογραφίς, ίδος, ἡ (Α) 1. είδος πηλού χρήσιμου στη λευκογραφία 2. είδος μαλακού λίθου χρήσιμου για τη λεύκανση τών ρούχων, αλλ. μόροχθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + γραφίς (< γραφή), πρβλ. παρα γραφίς, υπο γραφίς] … Dictionary of Greek
λεύκασμα — το (Μ λεύκασμα) [λευκαίνω] λεύκανση … Dictionary of Greek
λεύκωση — η (AM λεύκωσις) [λευκώ] νεοελλ. 1. η λεύκανση τής κόμης, το άσπρισμα τών μαλλιών 2. ιατρ. περιληπτική ονομασία τών λευχαιμικών καταστάσεων μσν. το λεύκωμα στο μάτι αρχ. άσπρισμα … Dictionary of Greek